κίνηση

κίνηση
Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και οι δυνάμεις που ασκούνται πάνω του σε μια δεδομένη στιγμή. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι αν προσδιοριστούν με την απαραίτητη ακρίβεια τα μεγέθη που ορίζουν την κ. ενός σώματος σε μια δεδομένη στιγμή, μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια η μελλοντική συμπεριφορά του και να αναπαρασταθεί η παρελθοντική (ντετερμινιστικό μοντέλο περιγραφής της φύσης). Η άποψη αυτή δεν ισχύει για τα υποατομικά σωματίδια, η κ. των οποίων περιγράφεται με όρους κβαντικής μηχανικής, οι οποίοι βασίζονται στις πιθανότητες και σε άλλες στατιστικές έννοιες. Θεμελιώδης για την περιγραφή της κ. είναι η αρχή της σχετικότητας της κ., η οποία προκύπτει από γεγονότα κοινής εμπειρίας. Εάν, για παράδειγμα, δύο τρένα είναι σταματημένα το ένα κοντά στο άλλο σε έναν σταθμό και το ένα αρχίζει να κινείται, οι επιβάτες του άλλου τρένου έχουν την εντύπωση ότι κινούνται και αυτοί. Η εντύπωση αυτή παύει αν παρατηρήσουν ένα ακίνητο αντικείμενο στον χώρο του σταθμού. Για να γίνει λοιπόν λόγος για κ. ή για ηρεμία, είναι αναγκαία η αναφορά σε ακίνητα αντικείμενα, τα οποία όμως βρίσκονται σε ηρεμία μόνο επειδή συμβατικά θεωρούνται έτσι. Εάν θέλαμε, θα μπορούσαμε να δεχτούμε ότι ο σταθμός ακολουθεί την κίνηση της Γης γύρω από τον Ήλιο ή θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον συρμό ως σύστημα αναφοράς και να παρατηρήσουμε την κ. του σταθμού ως προς τον συρμό. Η αρχή αυτή, γνωστή ως αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου, αναφέρεται με σαφήνεια στο έργο του Διάλογος μεταξύ των δύο μέγιστων κοσμοθεωριών. Ο Γαλιλαίος υπογράμμισε ότι οι νόμοι της φυσικής δεν εξαρτώνται από την επιλογή του ακίνητου σώματος αναφοράς, αν αυτή η επιλογή γίνει μεταξύ σωμάτων που κινούνται με σχετική κ. ομαλή και ευθύγραμμη (η ακριβής διατύπωση της ειδικής αρχής της σχετικότητας του Γαλιλαίου είναι ότι «όλα τα αδρανειακά συστήματα αναφοράς είναι ισοδύναμα όσον αφορά τη μελέτη των φυσικών νόμων», όπου αδρανειακά καλούνται τα συστήματα αναφοράς για τα οποία ισχύουν τα αξιώματα του Νεύτωνα). Ένα κατάλληλο σύστημα αναφοράς αυτού του τύπου είναι οι απλανείς αστέρες. Αν η κ. των σωμάτων αναφοράς είναι επιταχυνόμενη (δηλαδή αν η ταχύτητα μεταβάλλεται με τον χρόνο, κατά το μέγεθος ή και μόνο κατά τη διεύθυνση) ως προς τους απλανείς αστέρες, τότε εμφανίζονται νέες δυνάμεις (οι δυνάμεις αδράνειας). Η Γη, παραδείγματος χάριν, πραγματοποιεί κάθε μέρα μία περιστροφή γύρω από τον άξονά της και εξαιτίας αυτής της περιστροφής οι μεγάλοι ποταμοί οι οποίοι διατρέχουν τη Γη από Β προς Ν ασκούν μεγαλύτερη δύναμη προς τη δεξιά όχθη, την οποία διαβρώνουν περισσότερο από την αριστερή. Αν το σύστημα αναφοράς Α που επιλέγεται κινείται και αυτό ως προς ένα άλλο σύστημα αναφοράς Β, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένα σώμα ως προς το Β υπολογίζεται προσθέτοντας την ταχύτητα του σώματος ως προς το Α με την ταχύτητα του Α ως προς το Β. Ένα σώμα το οποίο υπόκειται σε περισσότερες δυνάμεις ταυτόχρονα κινείται σαν να δρούσαν σε αυτό διαδοχικά οι δυνάμεις. Αυτή είναι η αρχή της σύνθεσης των κ. του Γαλιλαίου. Για παράδειγμα, μια βάρκα ωθείται με τη βοήθεια των κουπιών προς την αντίθετη όχθη από αυτήν που βρίσκεται και συγχρόνως μετατίθεται από το ρεύμα του ποταμού. Η αρχή του Γαλιλαίου επί της σύνθεσης των κ. βεβαιώνει ότι η θέση στην οποία θα βρεθεί η βάρκα ύστερα από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα είναι εκείνη όπου θα βρισκόταν αν οι κ. γίνονταν διαδοχικά. Η αρχή της σχετικότητας της κ. την οποία διατύπωσε ο Γαλιλαίος ισχύει ακόμη. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, αφού την επεξέτεινε στα οπτικά και στα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα, τη χρησιμοποίησε για να περιγράψει τους νόμους της θεωρίας της σχετικότητας. Σύμφωνα με τους νέους νόμους, η αρχή της σύνθεσης των κ. δεν ισχύει γενικά, αλλά μόνο για ταχύτητες μικρές σε σύγκριση με την ταχύτητα του φωτός. νόμοι της κ. Ο πρώτος νόμος της κ. είναι η αρχή της αδράνειας (ή αρχή του Γαλιλαίου), η οποία ορίζει ότι όταν ένα σώμα δεν υπόκειται σε δυνάμεις ή όταν η συνισταμένη δύναμη που ασκείται σε αυτό είναι μηδενική, παραμένει ακίνητο ή συνεχίζει να κινείται κατά την ίδια διεύθυνση και με την ίδια ταχύτητα για άπειρο χρόνο. Έτσι, οι δυνάμεις που θα δράσουν επί του σώματος θα αλλάξουν την ταχύτητα ή τη διεύθυνση της κ. και θα επιβάλουν επιταχύνσεις επί της κ. του σώματος. Ο λόγος μεταξύ της συνισταμένης εφαρμοζόμενης δύναμης και της επιτάχυνσης εκφράζεται από τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα, ο οποίος ορίζει ότι «η ολική δύναμη που δρα επί ενός σώματος είναι ίση προς το γινόμενο της μάζας αυτού επί την επιτάχυνση η οποία προσδίδεται στο εν λόγω σώμα». Η δύναμη, ως γνωστόν, είναι ένα διανυσματικό μέγεθος και ως τέτοιο νοείται στον παραπάνω νόμο. Επομένως, όταν γίνεται λόγος για την ολική δύναμη, εννοείται το διανυσματικό άθροισμα όλων των δυνάμεων που ασκούνται στο σώμα. Επιπλέον, από τον δεύτερο νόμο της κ. συμπεραίνεται πως η επιτάχυνση που αποκτά το σώμα είναι συγγραμμικό διάνυσμα με τη συνισταμένη δύναμη. Το γινόμενο της μάζας ενός σώματος επί την ταχύτητά του ονομάζεται ορμή. Η μεταβολή της ορμής εξαρτάται από την ένταση της δύναμης που δρα επί ενός σώματος και από το χρονικό διάστημα επί το οποίο δρα. Ακριβέστερα, εάν οριστεί ως ώθηση μιας δύναμης που εφαρμόζεται στο συγκεκριμένο σώμα το γινόμενο του μέτρου της δύναμης επί τον χρόνο κατά τον οποίο έδρασε η δύναμη αυτή, από τον δεύτερο νόμο του Νεύτωνα μπορεί εύκολα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η ώθηση αυτή ισούται με τη μεταβολή της ορμής. Πράγματι, αν μια σταθερή δύναμη F δρα μεταξύ των χρονικών στιγμών t1 και t2, θα προκύπτει F(t1 – t2) = mγ(t2 – t1). Επειδή το γινόμενο της επιτάχυνσης επί το χρονικό διάστημα είναι ίσο προς τη μεταβολή της ταχύτητας μεταξύ των φαινόμενων χρονικών στιγμών, προκύπτει ότι F(t2 – t1) = m(v2 – v1), που επιβεβαιώνει με τύπο την προηγούμενη σχέση. Τα παραπάνω μπορούν να αποδειχθούν –και προφανώς εφαρμόζονται ευρύτατα– στη γενικότερη περίπτωση κατά την οποία η ώθηση και η μεταβολή της ορμής θεωρούνται ως διανυσματικά μεγέθη. Ο τρίτος νόμος του Νεύτωνα, σύμφωνα με τον οποίο σε«κάθε δράση αντιστοιχεί μια αντίδραση, η οποία δρα κατά μήκος του ίδιου φορέα και είναι ίση και αντίθετη σε μέγεθος», οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ολική ορμή ενός μεμονωμένου συστήματος δεν πρέπει να υφίσταται μεταβολές. Αυτό σημαίνει ότι αν ένα μέρος του συστήματος κινηθεί κατά μία διεύθυνση, ένα άλλο θα ωθηθεί προς την αντίθετη διεύθυνση, με μια ταχύτητα τόσο μεγαλύτερη όσο μικρότερος είναι ο λόγος της μάζας του προς τη μάζα του προωστικού. αεικίνητο. Απειράριθμες προσπάθειες έχουν γίνει στο παρελθόν για να κατασκευαστεί μια μηχανή η οποία θα παρήγαγε έργο χωρίς κατανάλωση μηχανικής ή θερμικής ενέργειας από τον εξωτερικό χώρο. Μια παρόμοια μηχανή θα πραγματοποιούσε το αεικίνητο πρώτου είδους. Άλλες προσπάθειες είχαν ως πιθανή λύση την πλήρη αξιοποίηση της ενέργειας που οι τριβές μετατρέπουν σε θερμότητα σε κάθε μηχανική κίνηση ή γενικότερα την ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανική ενέργεια. Οι προσπάθειες αυτές απέβλεπαν στην υλοποίηση ενός αεικίνητου δεύτερου είδους. Η αποτυχία όλων των προσπαθειών για τη δημιουργία ενός αεικίνητου, μαζί με την ανακάλυψη της ισοδυναμίας που υφίσταται μεταξύ των διαφόρων μορφών ενέργειας και του στοιχείου ότι μετατρέπονται η μία προς την άλλη κατά καλά καθορισμένους ποσοτικούς λόγους, οδήγησε, στο δεύτερο μισό του 19ου αι., στη διατύπωση μιας αρχής της φυσικής, της αρχής της διατήρησης της ενέργειας. Σύμφωνα με αυτή την αρχή –την οποία κανένα πειραματικό γεγονός δεν διέψευσε μέχρι τώρα– δεν είναι δυνατή η παραγωγή ενέργειας εκ του μηδενός, αλλά μόνο η μετατροπή μιας μορφής ενέργειας σε μια άλλη (πρώτη αρχή της θερμοδυναμικής). Η διαπίστωση αυτή προφανώς απέκλειε το αεικίνητο πρώτου είδους. Το αεικίνητο δεύτερου είδους δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την αρχή διατήρησης της ενέργειας. Η αδυναμία πραγματοποίησής του, σε συνδυασμό με πειραματικά δεδομένα τα οποία προέκυψαν από γενικά πειράματα (κατά βάση, το γεγονός ότι η θερμότητα δεν διέρχεται αυτόματα από ένα ψυχρό σώμα σε ένα θερμό), οδήγησε στη διατύπωση της δεύτερης αρχής της θερμοδυναμικής (βλ. λ.). Η αρχή αυτή (εντροπία) –ως προς το αεικίνητο δεύτερου είδους– μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μια μετατροπή της οποίας το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν η ολική μεταστροφή της θερμότητας που εξάγεται από μία πηγή σε μηχανική ή ηλεκτρομαγνητική ενέργεια. Το συμπέρασμα αυτό, που ενισχύεται από πάρα πολλά πειράματα, αποκλείει το αεικίνητο δεύτερου είδους. μικροσκοπικές κινήσεις. Η θερμοκρασία, η πίεση και άλλα θερμοδυναμικά μεγέθη είναι οι μακροσκοπικές ενδείξεις μικροσκοπικών κ. Η θερμότητα, σύμφωνα με την κινητική θεωρία και τη στατιστική μηχανική, δεν είναι παρά η μακροσκοπική εκδήλωση της ενέργειας της κ. των ατόμων και των μορίων. Σύμφωνα με την κινητική θεωρία, η μόνη διαφορά μεταξύ ψυχρού και θερμού αέρα συνίσταται στο γεγονός ότι τα μόρια του θερμού κινούνται κατά μέσο όρο ταχύτερα από τα μόρια του ψυχρού αέρα. Ακόμη και η πίεση ενός αερίου οφείλεται στην κ. των μορίων που το αποτελούν, δηλαδή στις προσκρούσεις των μορίων στις επιφάνειες οι οποίες εφάπτονται με τον αέρα. Με την αύξηση της θερμοκρασίας αυξάνεται και η μέση ταχύτητα των μορίων και οι συγκρούσεις των ταχύτερων μορίων αυξάνουν την πίεση του αερίου. Αν θερμανθεί μια κλειστή φιάλη, που έχει μόνο αέρα, η πίεση του εσωτερικού αέρα θα αυξηθεί, ώσπου να διαρρήξει το πώμα της φιάλης. Ένα σώμα βυθισμένο σε ένα αέριο υφίσταται τις κρούσεις των μορίων που συντελούνται προς όλες τις δυνατές διευθύνσεις. Οι κρούσεις είναι συνήθως τόσο πολλές ώστε κάθε ώθηση εξισορροπείται από μία άλλη. Αυτό δεν συμβαίνει αν οι διαστάσεις του σώματος είναι πάρα πολύ μικρές. Για παράδειγμα, τα μόρια σκόνης που κινούνται σε μια ακτίνα φωτός, ακόμη και στην ηρεμία ενός δωματίου, κινούνται με μια άτακτη κ. Αυτή είναι η κ.Μπράουν, την οποία παρατήρησε πρώτη φορά ο Άγγλος φυσιοδίφης Ρόμπερτ Μπράουν. Το αεικίνητο υπήρξε παλιό όνειρο του ανθρώπου: εδώ, ένα σχετικό σχεδίασμα του 16ου αι. Αν εφαρμόσουμε σε ένα σώμα μία δύναμη μεγαλύτερη από την αντίσταση που πρέπει να υπερνικήσει, π.χ. αν χρησιμοποιήσουμε το γκάζι στο αυτοκίνητο, το σώμα κινείται με κίνηση επιταχυνόμενη. Η επιτάχυνση προκύπτει ευθέως ανάλογη προς την ένταση της εφαρμοζόμενης δύναμης (φωτ. TOYOTA). Σύνθεση των κινήσεων. Ένα πλοίο, που κινείται με τη δράση της ενέργειας των μηχανών του και των θαλάσσιων ρευμάτων, μετακινείται σαν αυτές οι δυνάμεις να δρούσαν διαδοχικά. Σύνθεση των κινήσεων. Ένα πλοίο, που κινείται με τη δράση της ενέργειας των μηχανών του και των θαλάσσιων ρευμάτων, μετακινείται σαν αυτές οι δυνάμεις να δρούσαν διαδοχικά. Σχετικότητα της κίνησης. Όταν ένας παρατηρητής βρίσκεται στο έδαφος ή μέσα στο ακίνητο ως προς τις σιδηροδρομικές γραμμές σιδηροδρομικό όχημα, το τρένο φαίνεται να κινείται· εάν όμως ο παρατηρητής βρίσκεται στο κινούμενο τρένο, τότε βλέπει να κινούνται τα ακίνητα αντικείμενα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (ΑΜ κίνησις) [κινώ]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινῶ («ἥ τε κίνησις ἐνέργεια μέν τις εἶναι δοκεῑ, ἀτελής δέ
αἴτιον δ' ὅτι ἀτελὲς τὸ δυνατόν, οὗ ἐστὶν ἐνέργεια. Καὶ διὰ τοῡτο δὴ χαλεπὸν αὐτὴν λαβεῑν τί ἐστιν», Αριστοτ.)
2. μετακίνηση (α. «έξοδα κινήσεως» β. «η κίνηση προς την ύπαιθρο είναι αυξημένη» γ. «ἦσαν δὲ κινήσεις, ἃς ὑπελάμβανε πρὸς πάντα καιρὸν ἁρμόζειν», Πολ.)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) η συνεχής αλλαγή θέσης μέσα στον χώρο σε συνάρτηση με τον χρόνο και με ορισμένη ταχύτητα
2. φυσ. η μεταβολή τής θέσης ενὸς σώματος σε σχέση με ένα άλλο σώμα
3. (ψυχολ.) αυτό που προκύπτει όταν ο άνθρωπος αντιδρά σε πολλών ειδών ερεθίσματα, εξωτερικά ή εσωτερικά
4. ο τρόπος με τον οποίο κινεί κάποιος κάτι ή κινείται κάποιος ή κάτι («με την κίνηση τού κεφαλιού του έδειξε ότι συμφωνεί»)
5. ζωηρή κυκλοφορία ατόμων ή και οχημάτων σε ορισμένο χρόνο 'και τόπο (α. «το καλοκαίρι παρατηρείται μεγάλη κίνηση στα νησιά» β. «άργησα να έρθω γιατί είχε πολλή κίνηση στο δρόμο»)
6. η ζωηρότητα εμπορικών συναλλαγών ή γενικά οι δοσοληψίες (α. «η κίνηση τής αγοράς» β. «η κίνηση τού χρηματιστηρίου»)
4. καταγραφή με στατιστικά στοιχεία διαφόρων συμβάντων (α. «κίνηση πληθυσμού» β. «κίνηση λογαριασμού» γ. «κίνηση ταμείου» δ. «η κίνηση τού λιμανιού φέτος είναι αρκετά αυξημένη»)
8. το σύνολο δραστηριοτήτων ή εκδηλώσεων σε ορισμένο τομέα (α. «πολιτιστική κίνηση» β. «αθλητική κίνηση»)
9. ενέργεια ή απόφαση για συγκεκριμένο διάβημα («γίνεται κίνηση για να διεξαχθούν οι ολυμπιακοί αγώνες στην Αθήνα»)
10. σύνολο ενεργειών μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα («η αστυνομία παρακολουθεί τις κινήσεις τρομοκρατικών οργανώσεων»)
11. ιδεολογικό ή πολιτιστικό ρεύμα, κίνημα
12. (στις εικαστικές τέχνες) ζωντάνια και φυσικότητα στην απεικόνιση
13. φρ. α) «θέτω σε κίνηση» — ενεργοποιώ, κινητοποιώ
β) «σε αργή κίνηση» — η παρουσίαση στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση στιγμιότυπων σε πιο αργό ρυθμό από τον κανονικό
νεοελλ.-μσν.
έναρξη δίκης
μσν.
1. ξεκίνημα, αναχώρηση
2. πρωτοβουλία
μσν.-αρχ.
καταδικαστική απόφαση, τιμωρία («βασιλική κίνησις», Κωδ. Ιουστιν.)
αρχ.
1. συναίσθημα, συγκίνηση (α. «τραχεῑα κίνησις» — ο πόνος, Διογ. Λαέρ.
β. «ἡδεῑαι κινήσεις» — οι ηδονές, Επίκ.)
2. χορός («Ἄρεος κίνασις», Τυρτ.)
3. σύγκρουση, πόλεμος
4. στάση, κίνημα, εξέγερση
5. πολιτική μεταβολή («κινήσεις πολιτείας», Αριστοτ.)
6. αλλαγή κατάστασης ή περιβάλλοντος
7. γραμμ. η κλίση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κίνηση — η 1. η μεταβολή θέσης, κίνημα, σάλεμα: Έκανε μια αντανακλαστική κίνηση. 2. ο τρόπος κατά τον οποίο κινείται κάτι: Η χορεύτρια έκανε χαριτωμένες κινήσεις. 3. κυκλοφορία τροχοφόρων, πεζών κ.ά.: Υπάρχει μεγάλη κίνηση στο δρόμο αυτό. 4. δράση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνηση Χάιμλιχ — (Heimlich). Επείγουσα διαδικασία για να εκβληθεί ένα ξένο σώμα το οποίο φράσσει την αναπνευστική οδό ενός ατόμου και να αποκατασταθεί η αναπνοή. Η κίνηση προκαλεί τεχνητό βήχα, με την οποία ο παθών μπορεί να αποβάλει το αντικείμενο που φράσσει… …   Dictionary of Greek

  • κινήση — κῑνήση , κίνησις motion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινήσῃ — κῑνήσηι , κίνησις motion fem dat sg (epic) κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj mid 2nd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj act 3rd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμονική κίνηση — Κίνηση ενός υποκειμένου σε ελαστική δύναμη σημείου γύρω από το σημείο ισορροπίας του. Η α.κ. μπορεί να οριστεί ακόμα και ως κίνηση που εκτελεί στη διάμετρο ενός κύκλου η προβολή ενός σημείου, το οποίο κινείται ομαλά στην περιφέρειά του. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • οικουμενισμός — Κίνηση στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών που τείνει προς μια κοινή συνεννόηση στο πεδίο της πίστης, της διδασκαλίας και της δογματικής. Η κίνηση αυτή προήλθε από τους προτεστάντες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια διεθνής οργάνωση στις… …   Dictionary of Greek

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”